ξοδιάζω

ξοδιάζω
(I)
βλ. εξοδιάζω (Ι).
————————
(II)
τελώ την καθιερωμένη νεκρώσιμη ακολουθία για τον ενταφιασμό νεκρού, κηδεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξοδιάζω (ΙΙ) «κηδεύω», με σίγηση τού αρκτ. άτονου ε-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αξόδιαστος — (I) η, ο 1. ο αξόδευτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξοδιάζω «ξοδεύω»]. (II) η, ο αυτός που θάφτηκε χωρίς ξόδι, που δεν του έγινε νεκρώσιμη ακολουθία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξοδιάζω «κηδεύω»] …   Dictionary of Greek

  • πολυξοδιάζω — Ν ξοδεύω πολλά, σπαταλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ξοδιάζω (Ι) «ξοδεύω, σπαταλώ» (πρβλ. κατα ξοδιάζω)] …   Dictionary of Greek

  • ανεξόδιαστος — η, ο 1. βλ. ανεξόδευτος 2. (για νεκρό) εκείνος για τον οποίο δεν έγινε η νεκρώσιμη ακολουθία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανε * στερ. + ξοδιάζω «δαπανώ, κάνω εκφορά νεκρού»] …   Dictionary of Greek

  • εξοδιάζω — (I) και ξοδιάζω (AM ἐξοδιάζω) [εξόδιος] ξοδεύω, δαπανώ μσν. νεοελλ. 1. υποβάλλω σε έξοδα 2. (για ζωή, καιρό) περνώ («την ζην μου εξόδιασα στά βάρη») 3. ξεπουλώ 4. θυσιάζομαι 5. διασκορπίζω αρχ. καταβάλλω τα έξοδα, πληρώνω. (II) (Μ ἐξοδιάζω)… …   Dictionary of Greek

  • ξόδι — το 1. εκφορά νεκρού, κηδεία 2. θρήνος, οδυρμός, ολοφυρμός για τον θάνατο προσφιλούς προσώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἐξ όδιον «εκφορά νεκρού», ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. ἐξ όδιος, με σίγηση τού αρκτ. ε . Κατ άλλους, η λ. έχει… …   Dictionary of Greek

  • ξόδιαση — η [ξοδιάζω (II)] δαπάνη, ξόδεμα …   Dictionary of Greek

  • ξόρκι — το 1. επωδή 2. εξορκισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. ξορκίζω (πρβλ. ξοδιάζω: ξόδι)] …   Dictionary of Greek

  • παραξοδεύω — και παραξοδιάζω (ενεργ. και μέσ.) δαπανώ περισσότερα από το κανονικό, ξοδιάζω πολλά χρήματα …   Dictionary of Greek

  • τελώ — τελῶ, έω, ΝΜΑ, και επικ. τ. τελείω Α 1. εκτελώ, επιτελώ, ενεργώ, διενεργώ (α. «θα τελέσουν τους γάμους του στον ιερό ναό τού Αγίου Δημητρίου» β. «τὰ δ ἱερὰ νύκτωρ ἤ μεθ ἡμέραν τελεῑς;», Ευρ.) 2. (στον παθ. παρακμ. ως τριτοπρόσ.) τετέλεσται!… …   Dictionary of Greek

  • ξοδεύω — ξόδεψα, ξοδεύτηκα,και ξοδιάζω ξόδιασα, ξοδιάστηκα, δαπανώ: Ξοδέψαμε πολλά τον περασμένο μήνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”